«Συσπείρωση με άξονα το Μαρτινέγκο»

Σε μια συνέντευξη ποταμό, ο Σταύρος Λαμπράκης μίλησε για τα 16 χρόνια που πέρασε στον Εργοτέλη και την επόμενη μέρα.

Ο Λαμπράκης σε δηλώσεις του στον ΚΡΗΤΗ ΣΠΟΡ FM 87,6 αναφέρθηκε στη χρυσή εποχή των «κιτρινόμαυρων», τις αναμνήσεις του, αλλά και την αποχώρησή του. Οσο για τα όσα πρέπει να γίνουν για το αύριο του Εργοτέλη, επισήμανε πως ρόλο θα παίξουν οι ακαδημίες στο Μαρτινέγκο και η συσπείρωση.

Αναλυτικά η συνέντευξη του Σταύρου Λαμπράκη:

Για την παρουσία του στον Εργοτέλη:

«Είναι πολλά τα χρόνια που ήμουν στον Εργοτέλη. Πράγματι η ομάδα έζησε σε αυτό το διάστημα τις καλύτερες στιγμές της ιστορίας της. Αν κάνεις μια αναδρομή οι περισσότερες ήταν ευχάριστες. Υπήρχαν βέβαια και δυσάρεστες, και το άδοξο φετινό τέλος μιας καλής προσπάθειας που γινόταν, γιατί τα οικονομικά προβλήματα λύγισαν την ομάδα. Μπορώ να μιλάω ώρες για αυτά τα χρόνια. Έχω πολλές αναμνήσεις. Έχω γνωρίσει καλούς και αξιοπρεπείς ανθρώπους σε όλα τα πόστα. Διοικητικά, προπονητές αξιόλογους, ικανούς ποδοσφαιριστές, και συνεργάτες».

Για τους στόχους που ανανεώνονταν κάθε χρόνο:

«Στα τελευταία 16 χρόνια που ήμουν στον Εργοτέλη, κάθε χρόνο ανανέωνα μόνο για την επόμενη περίοδο που ακολουθούσε. Δεν έκανα ποτέ συμβόλαιο παραπάνω από ένα χρόνο. Είτε σαν ποδοσφαιριστής είτε αργότερα σαν τιμ μάνατζερ. Κι αυτό γιατί δεν ήθελα ποτέ να είμαι βάρος σε κανέναν. Αν αξιολογούσε κάποιος από τις διοικήσεις ότι δεν ήμουν καλός ή ικανός στη δουλειά μου και μπορούσε να έρθει κάποιος άλλος καλύτερος, έδινα αυτό το δικαίωμα κάθε φορά. Έτσι βάζεις κίνητρο στον εαυτό σου γιατί κρίνεσαι.

Όταν είχα έρθει στον Εργοτέλη το 2000 όταν η ομάδα ήταν Δ’ Εθνική, θυμάμαι μια κουβέντα που μου είχε πει ο Τζώρτζογλου. Τον είχα ρωτήσει τότε «ποιος είναι ο στόχος για την ομάδα; Τι θέλει η διοίκηση;» γιατί εγώ τότε έπαιζα σε μεγαλύτερη κατηγορία. Έλειπα όμως τρία χρόνια και ήθελα να γυρίσω στο Ηράκλειο. Τότε ο Τζώρτζογλου μου είχε πει ότι «στόχος μας είναι στην επόμενη πενταετία να βγούμε Β’ Εθνική». Και σε τρία χρόνια από τότε ανεβήκαμε στην Α’ Εθνική. Ήταν ένα απίστευτο όνειρο που δεν το πίστευε κανείς.

Έτυχε τότε ο Εργοτέλης σε μια ευτυχή συγκυρία έχοντας πολύ καλούς παίκτες. Κρητικούς ποδοσφαιριστές, Ηρακλειώτες. Η βάση του ήταν μια πολύ καλή φουρνιά ποδοσφαιριστών με ταλέντο και σε καλή ηλικία. Θυμάμαι παιχνίδι στην Α’ Εθνική που παίξαμε 7 παίκτες στην ενδεκάδα ενώ βρισκόμασταν μαζί από τη Δ’ Εθνική. Σημαντικό ρόλο έπαιξε και ο προπονητής ο Μύρος Σηφάκης ο οποίος ήταν χρόνια στην ομάδα. Είχαμε πολύ καλό δέσιμο. Στον Εργοτέλη υπήρχε αυτό από τότε μέχρι φέτος που η ομάδα σταμάτησε. Ο Εργοτέλης είχε πάντα καλή αύρα στα αποδυτήρια».

«Είχα παίξει ξανά στον Εργοτέλη την περίοδο 1996 – 97. Δεν μου πέρναγε όμως ποτέ από το μυαλό ότι θα εξελίσσονταν έτσι τα πράγματα. Τότε εγώ ήθελα απλά να βοηθήσω μια προσπάθεια σε μια ομάδα του τόπου μου. Αυτό ήταν το κίνητρο. Μου αρέσει ο τόπος μου και θέλω να τον βοηθάω να προοδεύει. Να βοηθάω τους ανθρώπους του τόπου μου, τις ομάδες και τα παιδιά. Πιστεύω ότι βοήθησα αρκετά παιδιά να κάνουν καριέρα στο επαγγελματικό ποδόσφαιρο».

Για τον απολογισμό των προηγούμενων 16 χρόνων:

«Τα πρώτα χρόνια σαν ποδοσφαιριστής θυμάμαι πολλές χαρές. Αυτό που ζήσαμε ήταν όνειρο. Το «Μαρτινένγκο» ήταν «κάστρο». Το μόνο που άλλαζε ήταν το σκορ. Ο νικητής ήταν δεδομένος κάθε εβδομάδα. Ξέραμε ότι θα κερδίσουμε δύσκολα ή εύκολα. Υπήρχε σταθερότητα σε μια ομάδα που διψούσε για διάκριση. Υπήρχε δέσιμο εντός και εκτός αγωνιστικού χώρου. Όλα αυτά έβγαιναν στο γήπεδο. Δεν είχαμε στόχο να βγούμε Α’ Εθνική, αλλά είπαμε ότι θα το παλέψουμε. Ότι τρώγοντας ανοίγει η όρεξη».

Για τη συμβολή της διοίκησης Τζώρτζογλου – Σουλτάτου:

«Ήταν πολύ μεγάλη η συμβολή της διοίκησης, καθώς βρίσκονταν πολύ κοντά στην ομάδα. Ήταν βέβαια και διαφορετικές οι εποχές. Θυμάμαι ο Σουλτάτος σε όλες τις εκτός έδρας αποστολές ερχόταν μαζί μας. Δε νιώσαμε ποτέ μόνοι μας. Όλα τα προβλήματα λυνόταν γρήγορα και με όμορφο τρόπο. Υπήρχε και από αυτούς αγάπη για την ομάδα, και τους ποδοσφαιριστές».

Για το μπαράζ με τον Ακράτητο και την πρώτη άνοδο στην Α’ Εθνική:

«Ήταν μια από τις πιο σημαντικές στιγμές στην ποδοσφαιρική μου καριέρα και από τις πιο σημαντικές αναμνήσεις. Στη Θεσσαλονίκη, με πολύ κόσμο από το Ηράκλειο να έχει έρθει να μας δει και να μας βοηθήσει. Παίξαμε απέναντι σε μια ομάδα Α’ Εθνικής καλύτερη από μας, αλλά τότε είχε συνωμοτήσει το σύμπαν για να βγει ο Εργοτέλης με το γκολ του Σιλά στο τελευταίο λεπτό. Η προσπάθεια και η θετική ενέργεια που είχαμε μας οδήγησε στην άνοδο. Θυμάμαι όταν γυρίσαμε στο Ηράκλειο. Αυτό κι αν ήταν πρωτόγνωρο. Γριές γυναίκες έβγαιναν στο μπαλκόνι και μας χαιρετούσαν. Ήταν στιγμές που δε θα ξεχάσω ποτέ».

Για την πρώτη παρουσία στην Α’ Εθνική:

«Ήταν ένα από τα παράσημα που πρέπει να βάλει κανείς στη διοίκηση Σουλτάτου – Τζώρτζογλου. Ο τρόπος που αντιμετώπισε το ποδόσφαιρο στην Α’ Εθνική. Στις χαμηλότερες κατηγορίες όσο καλά και αν το αντιμετωπίζεις δεν έχεις την προβολή που χρειάζεται. Μπορεί να υποβιβαστήκαμε εκείνη τη χρονιά, όμως όλη η Ελλάδα ασχολήθηκε με τον Εργοτέλη. Αγωνιστικά φάνηκε η απειρία μας σαν ομάδα. Με το κλείσιμο του πρώτου γύρου είχαμε κάνει τρεις συνεχόμενες νίκες και ήμασταν πάνω από τη γραμμή του υποβιβασμού. Ο δεύτερος γύρος ξεκίνησε επίσης καλά. Κερδίσαμε τον Ολυμπιακό σε ένα κατάμεστο Παγκρήτιο με 10 ποδοσφαιριστές. Μετά από αυτό το παιχνίδι ήλθε η καθίζηση. Έγιναν και ορισμένα λάθη, έπαιξε ρόλο και η απειρία της κατηγορίας και υποβιβαστήκαμε. Μέχρι τότε ο Εργοτέλης το πάλεψε πολύ καλά».

Για την «σοφότερη» επιστροφή:

«Πράγματι επιστρέψαμε σοφότεροι. Φτιάξαμε μια πολύ καλή ομάδα. Ήταν η χρονιά που είχα σταματήσει από την ενεργό δράση και είχα αναλάβει ως τιμ μάνατζερ. Έγιναν πολύ καλές μεταγραφές. Ξεκινήσαμε με προπονητή το Μανώλη Πατεμτζή. Εντός έδρας πηγαίναμε καλά, εκτός έδρας όμως είχαμε μια αδυναμία. Δεκέμβρη – Γενάρη η ομάδα έκανε μια κοιλιά και αποφάσισε τότε η διοίκηση να φέρει τον Καραγεωργίου. Ξεκίνησε η εποχή Καραγεωργίου. Η ομάδα πέτυχε το στόχο της και ανέβηκε κατηγορία. Έπρεπε όμως να επιστρέψουμε σοφότεροι. Έγινε κι αυτό. Με δυσκολίες. Με ένα μέτριο πρώτο γύρο αλλά έναν τρομερό δεύτερο.

Καταφέραμε και σωθήκαμε κι άρχισε ο Εργοτέλης σταδιακά να σταθεροποιείται στην Α’ Εθνική. Με καλούς παίκτες. Κάθε χρόνο για να σωθείς έπρεπε να κάνεις πρωταθλητισμό. Ήταν δύσκολο τότε το πρωτάθλημα. Με πολλές καλές και ιστορικές ομάδες. Κάθε χρόνο προσπαθούσαμε και φέρναμε καλούς ποδοσφαιριστές. Εκεί που δεν τα καταφέραμε στην αρχή ήταν στο ότι δε στηρίξαμε όσο έπρεπε κάποια ταλέντα από το «Μαρτινένγκο» όμως τότε ήταν τα πρώτα του χρόνια. Δεν ήταν εύκολο να βγάλεις παίκτες. Δεν ήταν του επιπέδου των επόμενων γενεών.

Το «Μαρτινένγκο» λειτούργησε μετά από μια δεκαετία προσπάθειας. Οι Ακαδημίες χρειάζονται ένα πράγμα που είναι και το πιο δύσκολο. Υπομονή. Το στοιχείο δηλαδή που δεν υπάρχει στην Ελλάδα. Κάναμε την προσπάθεια μας κάθε χρονιά και τα καταφέρναμε. Άλλοτε πιο εύκολα, άλλοτε πιο δύσκολα. Μέχρι που ήρθε η χρονιά που υποβιβαστήκαμε από την Α’ Εθνική με το παιχνίδι στην Ξάνθη. Και τότε όμως έλεγα ότι ίσως ήταν καλό που πέσαμε για να κάνει ο Εργοτέλης μια στροφή και να στηριχτεί στο «Μαρτινένγκο» που ήταν έτοιμο για να στηρίξει μια τέτοια προσπάθεια. Αυτό συνέβη. Δεν περίμενα όμως να χαθεί ο Απόστολος Παπουτσάκης, λίγο μετά την πτώση. Αυτό ήταν τεράστιο πλήγμα».

Για το πότε άρχισαν να στραβώνουν τα πράγματα:

«Μετά το χαμό του Απόστολου Παπουτσάκη άρχισαν τα πράγματα να γίνονται πολύ δύσκολα. Και την χρονιά που υποβιβαστήκαμε (11-12) υπήρχαν δυσκολίες, όμως κανείς δεν ήξερε ότι υπήρχε τόσο μεγάλο άνοιγμα οικονομικά. Ήμουν πολύ κοντά στον Απόστολο Παπουτσάκη και είχαμε αφιερώσει ατελείωτες ώρες εργασίας και δουλειάς για τις Ακαδημίες, το «Μαρτινένγκο», και την οργάνωση της ομάδας. Πάντα πίστευα ότι είχε τον τρόπο του να τα καταφέρνει. Όταν πέσαμε και μάθαμε ότι το χρέος ήταν τόσο μεγάλο υπήρξε ένα σοκ».

Για το αν ο Εργοτέλης έζησε πάνω από τις δυνατότητες του:

«Σε ένα βαθμό ναι. Με τα χρόνια έρχεται η καταξίωση. Αποκτάς εμπειρία στην Α’ Εθνική και αυτό είναι κέρδος. Έχει να κάνει με ανθρώπους και στελέχη. Κάποιοι υψηλοί στόχοι που μπήκαν π.χ. Ευρώπη ήταν λάθη. Ίσως να θέλαμε να δώσουμε ένα μεγαλύτερο κίνητρο στους ποδοσφαιριστές. Ίσως κάποιοι θεωρούσαν ότι ήταν εύκολη υπόθεση η σωτηρία κάθε χρονιά, ενώ συμβαίνει το αντίθετο. Ο κυρ Απόστολος επηρεάζονταν από τέτοιους ανθρώπους οι οποίοι δεν είχαν να χάσουν τίποτα, ούτε επιβαρύνονταν οικονομικά. Ένα από τα ελαττώματα του Απόστολου Παπουτσάκη ήταν ότι επηρεάζονταν από την κοινή γνώμη που ήταν έξω από το χορό.

Ήταν ένας άνθρωπος που οραματιζόταν έναν διαφορετικό Εργοτέλη. Εκτός από τα χρήματα που ξοδεύτηκαν για να βελτιωθούν οι Ακαδημίες, και το «Μαρτινένγκο» και η ποιότητα προπόνησης και δουλειάς. Η αδελφοποίηση με την Ουτρέχτη και τα υπόλοιπα έργα Υποδομής, ήταν κινήσεις πρωτόγνωρες και βοήθησαν τα στελέχη του Εργοτέλη να επιμορφωθούν. Κερδίσαμε παίκτες μετά το ταξίδι στην Ουτρέχτη, γιατί είδαμε πώς δούλευαν.

Εμένα αυτό το πράγμα με γεμίζει σαν Σταύρο. Εγώ θέλω να κυνηγάς ένα όνειρο ακόμα κι αν είναι άπιαστο. Ο κυρ Απόστολος μου άλλαξε τη ζωή. Με έπαιρνε τηλέφωνο Αύγουστο ή Ιούλιο στις 8 το πρωί, μου έλεγε να περάσω από το γραφείο και φεύγαμε στις 7 το απόγευμα, ενώ όλος ο κόσμος ήταν στην παραλία. Δουλεύαμε για τον Εργοτέλη για την πρώτη ομάδα μέχρι τις Ακαδημίες. Για την πρόοδο του σωματείου. Αφιερώσαμε πολλές ώρες εργασίας για να κυνηγήσουμε το όραμα».

Για το αν υπήρχε κάτι που θα άλλαζε τη ροή των πραγμάτων:

«Είναι δύσκολη η εποχή που ζούμε οικονομικά και κοινωνικά. Δύσκολα θα άλλαζε κάτι γιατί είχε να κάνει με το οικονομικό και όχι με τη διάθεση ή την προσπάθεια των ανθρώπων της ομάδας.

Ο κύριος Απόστολος δεν περίμενε ότι...θα πεθάνει. Ποιος το περιμένει βέβαια. Είχε όμως να κάνει πράγματα. Ήθελε να φτιάξει γήπεδο. Αυτό θα απογείωνε τον Εργοτέλη. Να φτιάξει εγκαταστάσεις, βοηθητικά κλπ. Δεν πρόλαβε όμως να το κάνει. Αν γινόταν και πάλι ο Εργοτέλης μπορεί να περνούσε από δύσκολες φάσεις, αλλά θα υπήρχε μεγαλύτερη σταθερότητα».

Για την χρονιά που ξεχώρισε περισσότερο:

«Την επόμενη χρονιά που πέθανε ο Απόστολος Παπουτσάκης ασχολείται στην αρχή ο Δημήτρης, όμως από ένα σημείο και μετά σηκώνει τα χέρια ψηλά. Γιατί ο Δημήτρης κληρονόμησε τον Εργοτέλη, δεν ήταν επιλογή του. Γίνεται λοιπόν ένα παιχνίδι με τα Γιαννιτσά στο Παγκρήτιο και υπάρχει μια αύρα που φεύγει από την ομάδα και πηγαίνει σε παράγοντες και ανθρώπους που αγαπάνε τον Εργοτέλη και βγήκαν μπροστά. Γίνεται το παρεάκι του Μαρτινένγκο. Κάποιοι ανιδιοτελείς άνθρωποι που βοήθησαν πάρα πολύ την ομάδα. Ο Φραγκάκης, ο Κατρινάκης, ο Παπαντωνάκης, ο Καραταράκης, ο Μεσσαριτάκης, ο Γιάννης Δασκαλάκης που πήρε το ρόλο και το ρίσκο του προέδρου με ότι συνεπάγεται αυτό.

Άνθρωποι οι οποίοι κάθε βράδυ αφιέρωναν χρόνο από τις δουλειές και τις οικογένειες τους για να λύνουν τα πράγματα. Υπήρχε τρομερή συνεννόηση με το αγωνιστικό τμήμα και η ομάδα κατάφερε στο καλύτερο πρωτάθλημα που έγινε ποτέ στη Β’ Εθνική, με 10 ομάδες να πηγαίνουν για πρωτάθλημα, να κατακτήσει την άνοδο. Όλες έκαναν 7 – 10 μεταγραφές τον Δεκέμβριο και εμείς πήραμε μόνο το Βερπακόφσκις, λόγω της προσωπικής σχέσης που είχα μαζί του. Υπερηφανεύομαι για αυτή τη χρονιά, γιατί η συγκεκριμένη ομάδα χτίστηκε 100% από μένα.

Και με δικαίωσαν στο μέγιστο βαθμό. Μ’ αυτά τα παιδιά βγήκαμε κατηγορία. Τότε η επιτυχία είχε μεγάλη αξία. Και αυτή η φουρνιά είχε μεγάλο δέσιμο στα αποδυτήρια. Είχαμε ένα μεγάλο αρχηγό και μεγάλο παίκτη το Ντιέγκο Ρομάνο ο οποίος σημάδεψε τον Εργοτέλη όπως και ο Τζούνιορ με το Χίμπλινγκερ παλιότερα. Είχαμε αποκτήσει το Ζαχόρα μπροστά, το Γκαντιάγκα στο κέντρο και το Μηνά Πίτσο στην άμυνα για τον οποίο δε χρειάζεται να πω τι παίκτης και χαρακτήρας είναι, και με την εξαιρετική φουρνιά του Μαρτινένγκο, Μπουχαλάκη, Τζανακάκη, Κοζορώνη, Σαρρή, που είχαν ανέβει στην πρώτη ομάδα βγήκαμε κατηγορία και κάναμε την υπέρβαση».

Για τη φετινή χρονιά:

«Τα παιδιά που ήταν στον Εργοτέλη ειδικά μετά τις γιορτές, τα 17 παιδιά αυτά, δεν ήθελε κανένας να φύγει. Μέχρι την τελευταία μέρα περιμέναμε να ακούσουμε κάτι καλό που θα μας επέτρεπε να συνεχίσουμε την προσπάθεια. Υπήρχε τεράστια ψυχολογική επαφή μεταξύ μας. Το ότι έβρισκα τρόπους να τους πείσω ότι το καλό που κάνετε για αυτή την ομάδα θα γυρίσει ανταποδοτικά σε σας. Δουλέψαμε πολύ στο τακτικό κομμάτι. Καμία ομάδα δε μας έπιασε αδιάβαστους. Οι παίκτες ακολουθούσαν το πλάνο, και είχαν αγάπη και πίστη για το διπλανό τους. Ήταν όλοι τους εξαιρετικοί χαρακτήρες οι οποίοι έχουν μέλλον στο ποδόσφαιρο. Το δέσιμο τους δε μπορούσε να το σπάσει κανείς. Πήγαμε στην Κέρκυρα που είναι η καλύτερη ομάδα της Β’ Εθνικής και θα μπορούσαμε να είχαμε κερδίσει 1 – 5».

Για την πιο έντονη ανάμνηση:

«Η χρονιά 2012 – 13 που η ομάδα ξαναβγήκε στην Α’ Εθνική κόντρα σε όλους και όλα ήταν κάτι ξεχωριστό. Ήμουν τόσο βέβαιος ότι τα παιδιά θα τα κατάφερναν αν τους δώσουμε το χώρο. Είμαι υπερήφανος για τη συγκεκριμένη ομάδα που την έφτιαξα 100%. Ανέβασα τα παιδιά από το «Μαρτινένγκο» από όπου βέβαια υπήρχε μια ιεραρχία όλα αυτά τα χρόνια. Υπάρχει ο Επιτροπάκης Υπεύθυνος Ακαδημιών, ο Πλεσίτης ο καλύτερος προπονητής Κ 20 στην Ελλάδα, ο Σταύρος ο Πρωτογεράκης για πολλά χρόνια Κ 17, ο Αντώνης Φραγκάκης στους Νέους Εργοτέλη και Κ 15, και τελευταία ο Αντώνης Αποστολάκης.

Όλοι αυτοί μαζί με μένα συζητούσαμε κάθε καλοκαίρι και κάναμε την αξιολόγηση. Είχα άποψη για το τι θα μπορούσαν να κάνουν αυτά τα παιδιά, αλλά συζητούσαμε για μέρες και μέσα από την επιχειρηματολογία καταλήγαμε στο συμπέρασμα και μετά γίνονταν η προώθηση στην πρώτη ομάδα. Ήμουν ένας από αυτούς που πήραν την απόφαση να οδηγήσουν τον Εργοτέλη στο επόμενο βήμα για να στηριχτεί στις Ακαδημίες, και γι’ αυτό είμαι πολύ περήφανος. Εγώ θα χρεωνόμουν την αποτυχία».

Για την πορεία που πρέπει να ακολουθήσει στο εξής ο Εργοτέλης:

«Κατά την άποψη μου ο Εργοτέλης έχει ανθρώπους ικανούς που μπορούν όλοι μαζί αν υπάρξει συσπείρωση να κάνουν πολλά καλά πράγματα. Έχουν γνώση, αγάπη για την ομάδα. Χρειάζεται να κρεμάνε το καλάθι μέχρι εκεί που φτάνει το χέρι, με αργά βήματα, με πυλώνα και άξονα το Μαρτινένγκο. Να αξιοποιήσουν στο μέγιστο βαθμό, να βρουν έμπειρους παίκτες να πλαισιώσουν τα παιδιά, καλούς προπονητές και να είναι αγαπημένοι και συσπειρωμένοι. Με δουλειά και συλλογικότητα θα πάει ο Εργοτέλης καλά στο μέλλον».

Για τις μελλοντικές του σκέψεις:

«Έχω μια μεγάλη διαδρομή στον Εργοτέλη. Μια μεγάλη εμπειρία στο επαγγελματικό ποδόσφαιρο. Είμαι 11 χρόνια στα γήπεδα της Α’ Εθνικής και 3 χρόνια στη Β’ Εθνική. Έχω εμπιστοσύνη στον εαυτό μου στις δυνατότητες μου. Έδειξα και στο τελευταίο διάστημα ότι μπορώ να τα καταφέρω ως προπονητής. Περιμένω ανθρώπους να εμπιστευτούν την εμπειρία, τις γνώσεις και την αγάπη για το ποδόσφαιρο, και πιστεύω ότι όποιος με εμπιστευτεί δε θα χάσει».

Leave a comment

Make sure you enter the (*) required information where indicated. HTML code is not allowed.

eeep eeep